- βαλάνι
- το και βαλανίδι και βελανίδι (AM βαλάνιον, Α και βαλανίδιον)ο καρπός της βαλανιδιάςνεοελλ.1. το κύπελλο του καρπού το οποίο χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία2. πληθ. οι όρχειςαρχ.1. αφέψημα από βαλανίδια2. καθαρτική βάλανος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του βάλανος-βαλάνιον < βαλάνι-βαλανίδιον < βαλανίδι. Ο τ. βελανίδι με τροπή του -α- σε -ε-, ως άτονο και από επίδραση του ακολουθούντος υγρού].
Dictionary of Greek. 2013.